κατεψυγμένος

κατεψυγμένος
-η, -ο (AM κατεψυγμένος, -η, -ον)
βλ. καταψύχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατεψυγμένος — κατεψῡγμένος , καταψύχω cool perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… …   Dictionary of Greek

  • καταψύχομαι — καταψύχομαι, καταψύχθηκα, κατεψυγμένος και καταψυγμένος βλ. πίν. 32 Σημειώσεις: καταψύχομαι : η μτχ. κατεψυγμένος (ή καταψυγμένος) χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο συντηρημένος στην κατάψυξη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”